- αυτοτεχνος
- αὐτότεχνοςαὐτό-τεχνος2сам научившийся, самоучка
(πρός τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρός τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αυτότεχνος — αὐτότεχνος, ον (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)] … Dictionary of Greek
αὐτότεχνον — αὐτότεχνος self instructed masc/fem acc sg αὐτότεχνος self instructed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek